- πλατύλογχος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πλατιά αιχμή («πλατύλογχα ἀκόντια», Αριστοφ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατύλογχονλόγχη με πλατιά αιχμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + -λογχος (< λόγχη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατυλόγχων — πλατύλογχος broadpointed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύλογχα — πλατύλογχος broadpointed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek